AΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Ε.Μ.Π.
M.Sc. UCL, ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ Α.Π.Θ.
1988
1988-1989
Κώστας Αδαμάκης
Ελένη Γαλή
Δήμητρα Νικολάου
Δημήτρης Φιλιπιτζής
Α.Μ. Κωτσιόπουλος
Κ. Προγκίδης
Πρόκειται για την επέμβαση στην αποθήκη της Μεταλλουργικής, ένα υπόστεγο με μεταλλική στέγη πλάτους 40,00 μ. με ενδιάμεση ζώνη στήριξης και μήκους 80,00 μ. με ελεύθερο ύψος 6,00 μ. Το κτίριο αυτό μετασχηματίστηκε σε πανεπιστημιακό κτίριο με την διατήρηση και ενίσχυση του υπάρχοντος φέροντος οργανισμού και την κατασκευή των νέων εγκαταστάσεων στο εσωτερικό του, δημιουργώντας ένα σύνολο 4.000 τ.μ.
Η επέμβαση σ’ έναν υπάρχον κέλυφος με σκοπό την προσαρμογή του στις απαιτήσεις που επιβάλλει η αλλαγή χρήσης είναι από τη φύση του ένα πολύπλοκο και καθόλου μονοσήμαντο πρόβλημα. Η αλλαγή χρήσης συνεπάγεται αυτόματα την εφαρμογή νέων δεδομένων (προτύπων) διαφορετικών από αυτά που δημιούργησαν το συγκεκριμένο κέλυφος.
Η ανάγκη εφαρμογής των δεδομένων προτύπων – standards για την κάλυψη των αναγκών σε χώρο των δραστηριοτήτων που πρόκειται να στεγασθούν στο υπό μελέτη κτίριο πρέπει να συνδυασθεί με την διαθεσιμότητα και τον βαθμό ευελιξίας του δεδομένου κτιρίου και λέγοντας διαθεσιμότητα εννοούμε το κατά πόσο το υπάρχουν κτίριο επιβάλλει στον μελετητή το δικό του ύφος μαζί με την υλική του υπόσταση που αν μη τι άλλο περιορίζει τις επιλογές.
Άρα στις περιπτώσεις αυτές η σύνταξη του κτιριολογικού προγράμματος και η υλοποίηση της εφαρμογής του στο δεδομένου κτίριο θα πρέπει να ακολουθήσει ένα είδος διαδικασίας feed-back, εκτιμώντας δηλαδή, αφ’ ενός την διαθεσιμότητα του χώρου και παράλληλα τις απαιτήσεις σε χώρο των λειτουργιών που πρόκειται να στεγασθούν.
Το συγκρότημα της Μεταλλουργικής, ένα πρώην εργοστάσιο σωληνουργίας, βρίσκεται στην περίμετρο του αστικού ιστού του Βόλου. Αποτελείται από τρία τυπικά βιομηχανικά κτίρια, την κύρια μονάδα παραγωγής, το χυτήριο και την αποθήκη.
Η μελέτη αναφέρεται στο κτίριο της αποθήκης του συγκροτήματος. Η αποθήκη ήταν ένα υπόστεγο με μεταλλική στέγης πλάτους 40,00 μ. με ενδιάμεση ζώνη στήριξης και μήκος 80,00 μ. και με ελεύθερο ύψος της τάξης των 6,50 μ. Στους μελετητές δεν δόθηκε ακριβές κτιριολογικό πρόγραμμα από τον φορέα αλλά οι βασικές κατευθύνσεις λειτουργιών προς στέγαση στο συγκεκριμένο κτίριο στο οποίο επρόκειτο να λειτουργήσει αρχικά ως μεταβατικό κτίριο πανεπιστημιακών δραστηριοτήτων, χωρίς να προορίζεται ειδικά για κάποια συγκεκριμένη σχολή. Εκεί επρόκειτο να στεγασθούν αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία διδακτικού προσωπικού, αμφιθέατρο και κοινόχρηστοι χώροι. Σήμερα στεγάζεται η αρχιτεκτονική σχολή.
Οι μελετητές εκτιμώντας την διαθεσιμότητα του χώρου, σε συνεργασία με τον φορέα, καθόρισαν τον αριθμό και το μέγεθος των χώρων οι οποίοι θα μπορούσαν να στεγασθούν στο υπό μελέτη κέλυφος και παράλληλα να καλύπτουν τις ανάγκες ενός μεταβατικού πανεπιστημιακού κτιρίου. Για την υλοποίηση του κτιριολογικού προγράμματος προτάθηκε η διατήρηση του υπάρχοντος φέροντος οργανισμού και η κατασκευή των νέων εγκαταστάσεων σε δύο επίπεδα στο εσωτερικό του κτιρίου, δημιουργώντας ένα σύνολο εκμεταλλεύσιμης επιφάνειας της τάξης των 4.000 μ2. Λειτουργικά το κτίριο χωρίζεται σε τέσσερις ευδιάκριτες και περίπου ισοδύναμες ενότητες που περιέχουν στο ισόγειο χώρους διδασκαλίας, γραμματείες και εργαστήρια και στον όροφο γραφεία προσωπικού και βιβλιοθήκη. Ο υπόλοιπος χώρος αφήνεται ελεύθερος, ώστε να επιτρέπει την εύκολη κίνηση και την πολλαπλή πρόσβαση σε κάθε χώρο. Ο ελεύθερος αυτός χώρος οργανώνεται έτσι ώστε να δημιουργεί δύο μεγάλες ενότητες στις δύο εισόδους του κτιρίου στην μία από τις οποίες τοποθετήθηκε το αμφιθέατρο 180 θέσεων. Οι ενότητες αυτές συνδέονται μεταξύ τους με ένα κεντρικό και δύο πλάγιους «δρόμους». Ο κεντρικός δρόμος αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς περιέχει την κεντρική σειρά υποστηλωμάτων του μεταλλικού υπόστεγου, μεγάλος πλάτος και φωτίζεται άμεσα από την οροφή.
Καθοριστικό στοιχείο του τρόπου επέμβασης στο κτίριο ήταν η απαίτηση του φορέα για ελαχιστοποίηση του χρόνου κατασκευής του κτιρίου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε μεταλλική κατασκευή, εμφανείς τσιμεντόλιθοι και κεραμικά τούβλα, ελαφρά διαχωριστικά από γυψοσανίδα, πλαστικά δάπεδα, οροφές από μονωμένη λαμαρίνα εξωτερικά και γυψοσανίδα εσωτερικά, καθώς και κουφώματα αλουμινίου, υλικά που έχουν εύκολη και γρήγορη τοποθέτηση. Το εσωτερικό κτίριο κλιματίζεται σε όλους τους κλειστούς χώρους του ενώ υπάρχει σύστημα εξαερισμού για το σύνολο του κελύφους.
Όλες οι εγκαταστάσεις είναι εμφανείς και διακρίνονται με τον χρωματισμό τους. Ο υπαίθριος χώρος οργανώθηκε με πλακόστρωτο σε διάφορα χρώματα που διαφοροποιούν τις κινήσεις, με την κατασκευή ενός υπαίθριου αμφιθεάτρου 400 θέσεων χαμηλού ύψους και με την κατασκευή ενός ευδιάκριτου πρόπυλου. Η κεντρική ιδέα της επέμβασης ήταν η δημιουργία κτιρίου μέσα σε κτίριο διατηρώντας το ύφος της εργοστασιακής κατασκευής, τόσο στην οργάνωση του χώρου όσο και στην επιλογή των υλικών και των χρωμάτων. Έτσι το κτίριο είναι απλό στη γεωμετρία του και την διάταξη των χώρων και χαρακτηρίζεται από τοπικές μόνον υπερβάσεις του κανόνα της απλότητας, ιδιαίτερα στα σημεία όπου υπήρχε η ανάγκη σηματοδότησης ορισμένων χρήσεων όπως στους μεγάλους κοινόχρηστους χώρους των εισόδων, στο αμφιθέατρο και στις εισόδους των αιθουσών διδασκαλίας. Επίσης η ανάδειξη της παρουσίας του πανεπιστημιακού πια κτιρίου στη γύρω περιοχή με την επισήμανση της πύλης του αποτέλεσε ένα σημαντικό προβληματισμό καθώς και η προβολή ενός αρχιτεκτονικού ύφους που στη συνείδηση όλων μας δεν έχει συνδεθεί ακόμη με πανεπιστημιακά κτίρια.